αντεπίσπαστος

αντεπίσπαστος
ἀντεπίσπαστος, -ον (Μ) [αντεπισπώ]
αυτός τον οποίο κάποιος επισύρει εναντίον του ίδιου του εαυτού του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”